- χαβαλές
- και χαβαλάς, ο, Ν1. επίσαγμα, επίστρωμα σε υποζύγιο2. ναυτ. το φορτίο που είναι τοποθετημένο στο επάνω κατάστρωμα3. μτφ. (για πρόσ.) α) ενοχλητικό βάροςβ) αυτός που αρέσκεται στο να δέχεται και, κυρίως, να κάνει αστείαγ) επιπόλαιος, ανεύθυνος4. αστείο για τη διασκέδαση τής ανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. havāle].
Dictionary of Greek. 2013.